τάξο(ν)

τάξο(ν)
ή ταξόν, το, Ν
βιολ. κάθε μονάδα που χρησιμοποιείται στη βιολογική ταξινόμηση ή ταξονομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταξίδες — (Taxaceae). Οικογένεια γυμνόσπερμων φυτών. Περιλαμβάνει αειθαλή δέντρα και θάμνους. Τα φύλλα τους είναι βελονοειδή και συχνά ασύμμετρα. Οι ώριμοι σπόροι περιβάλλονται από σαρκώδες στρώμα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί 20 είδη που ευδοκιμούν κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”